- φιλντισένιος
- [филнтисэньвс] яг. сделанный из слоновой кости,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
φιλντισένιος, -ια, -ιο — και φιλδισένιος, ια, ιο 1. ο καμωμένος από φίλντισι (βλ. λ.), από ελεφαντοκόκαλο ή ελεφαντόδοντο. 2. ο κατασκευασμένος από μάργαρο, από σεντέφι, από μαντραπέρλα. 3. (για έπιπλα), αυτός που έχει διακόσμηση με μικρά κομμάτια ελεφαντοκόκαλο. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλντισένιος — και φιλδισένιος, α, ο, Ν κατασκευασμένος από φίλντισι, σεντεφένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλντισι + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαλαματ ένιος)] … Dictionary of Greek
φιλδισένιος — α, ο, Ν βλ. φιλντισένιος … Dictionary of Greek
Μακ Λις, Άρτσιμπαλντ — (Archibald MacLeish, Γκλενκόου, Ιλινόις 1892 – 1982). Αμερικανός ποιητής, δραματουργός και πανεπιστημιακός. Αφού πήρε το δίπλωμα νομικής από το πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, έφυγε από τις ΗΠΑ για να πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και παρέμεινε στην… … Dictionary of Greek
ελεφαντένιος, -ια, -ιο — 1. ο κατασκευασμένος από ελεφαντόδοντο, ελεφάντινος, φιλντισένιος: Στο ελεφαντένιο αδράχτι (Ι. Γρυπάρης). 2. (για ξίφος), που έχει λαβή από ελεφαντόδοντο: Και τραγουδούσαν το σπαθί το ελεφαντένιο (Κ. Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλδισένιος, -ια, -ιο — βλ. φιλντισένιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)